- πεντεκαιδεκαπλασιων
- πεντεκαιδεκαπλασίωνπεντεκαιδεκα-πλᾰσίων2, gen. ονος в пятнадцать раз больший Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεντεκαιδεκαπλασίων — ον, Α αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι πλασίων)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαπλασίονα — πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold neut nom/voc/acc pl πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαπλασίονας — πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαπλάσιον — πεντεκαιδεκαπλάσιος masc/fem acc sg πεντεκαιδεκαπλάσιος neut nom/voc/acc sg πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem voc sg πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)